Οἱ ἀγωνισταὶ γιὰ τὶς ὡραῖες τέχνες

Δὲν ἦσαν οὔτε λογοτέχνες, οὔτε καλλιτέχνες ἐκεῖνοι ποὺ στὶς 20 Οκτωβρίου 1844 ἵδρυσαν στὴν ᾿Αθήνα τὴν «Ἑταιρία τῶν Ὡραίων Τεχνῶν».

Πολεμάρχοι τοῦ Εἰκοσιένα, καπεταναῖοι τῆς στεριᾶς καὶ τῆς θάλασσας, μὲ τὶς λερὲς φουστανέλλες καὶ τὶς μπαρουτοκαπνισμένες βράκες τους, μὲ τὸ λαϊκὸ αἰσθητήριο τῆς ἀξίας καὶ τῆς ὠφελιμότητας τῆς καλλιτεχνίας, συνέλαβαν τὴν ἰδέα αὐτή. Δὲν εἶχαν μάλιστα οὔτε κἂν τὴν ἐπίδραση μιᾶς ζωντανῆς καλλιτεχνικῆς παράδοσης οὔτε ἀπὸ τοὺς πατεράδες καὶ τοὺς παπποῦδες τους. ῎Εφεραν μόνο τὸ βάρος μιᾶς παράδοσης ποὺ διακόπηκε ἀπὸ τὸν Μεσαίωνα καὶ τὴν Τουρκοκρατία τῶν πολὺ - πολὺ μακρυνῶν τους προγόνων, τῶν ἀρχαίων. Λαχτάραγαν νὰ δοῦν τὴν πατρίδα τους ξανὰ νὰ πρωτοπορῆ, καθὼς ἀπὸ τὴ στάχτη καὶ τὰ ἀποκαΐδια τὴν εἶχαν ἀναστήσει. Κι᾿ αὐτοὶ οἱ ἀπαράμιλλοι καστροπάρτες καὶ μπουρλοτιέρηδες ποὺ οὔτε τὴν ὑπογραφὴ τοὺς δὲν ἤξεραν καλὰ - καλὰ νὰ βάζουν, συνέστησαν τὴν «Ἑταιρία τῶν Ὡραίων Τεχνῶν»! Πῶς εἶναι δυνατὸν στὴ θύμηση, τῆς ἀσύλληπτης θὰ λέγαμε αὐτῆς πράξης τους, νὰ μὴ πλημμυρίσης συγκίνηση καὶ θαυμασμὸ καθὼς ἕνα - ἕνα τὰ μεγάλα τους ὀνόματα σοὔρχονται στὸ νοῦ;

Πρῶτος καὶ καλύτερος ὁ θρυλικός μπουρλοτιέρης Κ. Κανάρης. ῾Ο σεμνὸς τουρκοφάγος Νικηταρᾶς. ῾Ο ἥρωας τῆς Κλείσοβας καὶ τοῦ Μεσολογγιοῦ Κίτσος Τζαβέλλας. ῾Ο ᾿Ηπειρώτης στρατηγὸς Σπῦρος Μήλιος. ῾Ο Φιλικὸς Παν. ᾿Αναγνωστόπουλος, Ο Δημ. Πλαπούτας καὶ ὁ Κ. Κολοκοτρώνης. Οἱ Β. Πετιμεζᾶς, Π. Δεληγιάννης, Λ. Κρεστενίτης, Ι. Κωλέττης, Γ. Κουντουριώτης καὶ ὁ Κ. Παπαρρηγόπουλος. ᾿Απ᾿ αὐτοὺς οἱ τέσσερεις χρημάτισαν καὶ πρωθυπουργοί. (Κανάρης, Τζαβέλλας, Κουντουριώτης καὶ Κωλέττης). Εχει μείνει ἱστορικὴ ἡ πρώτη συνεδρίαση τῆς Ἑταιρίας. Σ᾿ αὐτὴν ὁ φιλέλληνας ζωγράφος Ραφαὴλ Τζέκολι, ποὺ εἶχε ζωγραφίσει τὴν ᾿Αθήνα τῶν πρώτων ἐλευθέρων χρόνων παρουσίασε ἕνα σχεδίασμα, ποὺ ἔκανε νὰ ἀναρριγήσουν καὶ νὰ δακρύσουν τὰ παλληκάρια ποὺ ἦσαν στὴν ἐπιτροπή. Παρουσίασε τὴν Ἑλλάδα μέ λευκὸ φόρεμα νὰ ἀνασηκώνεται ἀπὸ τὸν τάφο της καὶ νὰ καλῆ μὲ τὸ βλέμμα καὶ τὰ χέρια της νὰ ἀνασηκωθοῦν κι᾿ αὐτές, τέσσερεις κόρες ποὺ ἦσαν ἀνὰ δύο πλάϊ της. Κι᾿ οἱ κόρες αὐτὲς ἦταν ἡ Ζωγραφική, ἡ Μουσική, ἡ Γλυπτικὴ καὶ ἡ ᾿Αρχιτεκτονική.

Εκλαψαν κι᾿ ἀναστέναξαν οἱ πολεμάρχοι κι᾿ ὁρκίστηκαν τώρα νὰ δώσουν τὶς δυνάμεις τους ποὺ τοὺς ἀπόμειναν γιὰ νὰ ξανανθίσουν οἱ καλὲς τέχνες στὴν ῾Ελλάδα. Ποιὸς μπορεῖ νὰ βρῆ ἔστω καὶ μιὰ παρόμοια

περίπτωση σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές;

Λίγα χρόνια, πρὶν, στὰ 1836 τὸ Δεκέμβριο εἶχε δημοσιευθῆ τὸ Βασ. διάταγμα, «περὶ συστάσεως Σχολείου Τεχνῶν ἐν ᾿Αθήναις». Τὸ σχολεῖο ὅμως αὐτὸ εἶχε σκοπὸ νὰ βγάζη τεχνίτες, εἰδικευμένους στὴν ᾿Αρχιτεκτονικὴ, γιατὶ ἦταν ἐθνικὴ ἀνάγκη ἡ ἀνοικοδόμηση τῶν ἐρειπίων. Πρῶτος διευθυντὴς τῆς σχολῆς ὑπῆρξε ὁ Γερμανὸς λοχαγὸς τοῦ μηχανικοῦ Τζέτνερ. Στὶς 22 Οκτωβρίου τοῦ 1843 μὲ Β. Διάταγμα τὸ

σχολεῖο τῶν τεχνῶν διαιρέθηκε σὲ τρία τμήματα. Στὸ τρίτο τμῆμα του ἐδιδάσκοντο λιθογραφία, αρχιτεκτονική, ἀγαλματοποιΐα, κοσμηματογραφία, ξυλογραφία καὶ χαλκογραφία καὶ ζωγραφικὴ ἀνωτέρα. Καὶ τῶν τριῶν τμημάτων τῆς σχολῆς διευθυντὴς ὑπῆρξε ὁ διάσημος ἀρχιτέκτονας Λ. Καυτατζόγλου.

Γιώργου Καρανικόλα

"Στις φλόγες του εικοσιένα"

1971